Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Η σημασία του να είναι κανείς αναβλητικός

 


Δεν κοιμόταν καλά καιρό τώρα. Στριφογυρνούσε και ζεσταινόταν. Ή στριφογυρνούσε και κρύωνε, ανάλογα με την εποχή. Δεν θυμόταν πότε είχαν αρχίσει τα προβλήματα στον ύπνο. Από τον πρώτο καιρό που άρχισαν τα πολλά καθήκοντα και μαζί και όσα από την λίστα για να γίνουν έμεναν πίσω και περνούσαν στη λίστα της επόμενης μέρας και του επόμενου μήνα και του επόμενου χρόνου. Όλοι ξέρουν ότι υπάρχουν τεσσάρων ειδών πράγματα να κάνουμε στη ζωή: Τα επείγοντα και σημαντικά, τα επείγοντα μη σημαντικά, τα σημαντικά μη επείγοντα, τα μη επείγοντα και μη σημαντικά. Το 80% του χρόνου της το περνούσε στα επείγοντα και τον υπόλοιπο 20% χαζολογούσε στο internet. Τα σημαντικά, αλλά ωστόσο μη επείγοντα πράγματα τσουλούσαν πάντα γλυκά από λίστα σε λίστα πασπαλισμένα με λίγη λήθη άχνη. Και παστωμένα κάτω από απανωτά κιλίμια βαρεμάρας και αναβλητικότητας. Όλα μετατίθονταν για μια άλλη στιγμή στο μέλλον, όταν θα είχε χρόνο, όταν θα είχε λεφτά, όταν θα είχε όρεξη και δεν θα βαριόταν.  

Το βάρος ωστόσο συσσωρευόταν και παρά την πεισματική άρνηση να κοιτάξει κάτω από το χαλί, η λίστα εκκρεμοτήτων μεγάλωνε και το υποσυνείδητό της δυσκολευόταν να την αγνοεί.  Προφανώς την ενοχλούσε και πεταγόταν κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία σαν φουσκωτή μπάλα που κρατάς κρυμμένη μέσα στη θάλασσα για να κολυμπάς πάνω της, μόνο που καμιά φορά σου ξεφεύγει και εκτοξεύεται πάνω από την επιφάνεια πετώντας νερά για να την προσέξουν όλοι. Όταν τα βράδια πεταγόταν από τους εφιάλτες και χρειαζόταν ώρα για να ξανακοιμηθεί, η Χριστίνα θυμόταν όλα όσα δεν είχε κάνει ακόμα. Ήθελε να γίνει μπαλαρίνα μικρή, και επιστήμονας και συγγραφέας και να γυρίσει όλο τον κόσμο και να πάει στην Ιρλανδία και στην Ανταρκτική. Και τι είχε κάνει στα τριάντα οχτώ της; Ας το αφήσουμε καλύτερα.

Γύριζε στο πλευρό και σκεπαζόταν καλύτερα, όμως η Ανταρκτική ήταν εκεί επίμονα και την κρατούσε ξύπνια, στριφογυρίζοντας και μετρώντας χτύπους της καρδιάς και αναπνοές μέχρι που τα μάτια της έκλειναν και σχεδόν την έπαιρνε ο ύπνος. Περίμενε! Πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανε τεστ-παπ? Και κάπως έτσι ο ύπνος ξεδίπλωνε τα φτεράκια του και πετούσε μακριά να φυτέψει όνειρα σε άλλα λιβάδια.

Ήταν πλέον σαφές ότι έπρεπε να βρει θεραπεία για το άγχος που της προκαλούσε η αναβλητικότητά της. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι θα μπορούσε απλά να εκτελέσει και στη συνέχεια να διαγράψει τις εκκρεμότητες από την λίστα της, σαν κοινός ερασιτέχνης αναβλητικός, αλλά όχι, εκείνη ήθελε να σπάσει τα στεγανά, να μάθει να ζεί με το άγχος της, να το δαμάσει και να το μεταμορφώσει σε κάτι ανώτερο. Ξεκίνησε απλά αντικαθιστώντας την ενοχή με μια άλλη δραστηριότητα, καμουφλαρισμένη με την επίφαση της σπουδαιότητας. Μεγαλοφυές! Είχε ξεκινήσει την καριέρα της με απλά πράγματα. Αντί να διαβάζει για την εξεταστική στο τμήμα Τοπογράφων Μηχανικών, έπλενε στο χέρι τα ευαίσθητα πλεκτά της. Τη μία ζακέτα μετά την άλλη. Και μετά καθάριζε το μπάνιο με το viakal και τους αρμούς στα πλακάκια με την οδοντόβουρτσα. Tί σημασία έχει που όλο το εξάμηνο δεν είχε περάσει σφουγγάρι από τον νιπτήρα; Περνούσε τώρα με μπρίο και ενθουσιασμό. Ποιος χρειάζεται προβολική γεωμετρία, ή γεωδαισία όταν ο αρμός σε καλεί; Κατάκοπη, χαρούμενη και αδιάβαστη περνούσε τα βράδια στο chat με φίλους και συμφοιτητές ή στο youtube βλέποντας συνταγές για γιαπωνέζικο τσιζκέικ. Μετά από το μπάνιο ακολουθούσε η κουζίνα, τα κάγκελα, τα πατζούρια, το πατάρι και μέχρι να τελειώσει η φασίνα περνούσε και η εξεταστική με τα μισά μαθήματα απέραστα και το σπίτι να αστράφτει.

Αφού εξασκήθηκε στην αναβλητικότητα εντός του ασφαλούς περιβάλλοντος της σχολής, ήρθε η ώρα να ανοίξει τα φτερά της και να πετάξει στην αρένα της ζωής. Αντί να γράψει την διπλωματική της, πήρε σκύλο, μετακόμισε σε άλλη πόλη, παντρεύτηκε και έπιασε δουλειά σε τεχνική εταιρεία. Αν μιλάμε για δυνατό πλασάρισμα! Τώρα όμως θα έπρεπε να κάνει την ιδεολογία της κομμάτι της καθημερινής της ζωής. Τι σκατά ιδεολογία είναι αν δεν την εφαρμόζεις? Έβαλε τις ιδέες της σε εφαρμογή. Και αν ήταν κάτι που την χαρακτήριζε, αυτό ήταν η πρωτοτυπία και η δημιουργικότητα.

Μια φορά αντί να κάνει αρχειοθέτηση και απογραφή της παλιάς αλληλογραφίας, πέρασε μια βδομάδα μαθαίνοντας κώδικα μορς. Στο τέλος της εβδομάδας έβαλε όλα τα έγγραφα εισερχόμενα και εξερχόμενα σε ένα μεγάλο ντοσιέ και έγραψε απ’ έξω την χρονολογία 2008 με παύλες και τελίτσες

“ ..--- ----- ----- ---..”

συμμετρικό και όμορφο και άντε γεια! Ποιος θα έψαχνε δεκαπέντε χρονών έγγραφα; Καθώς δεν την ενθουσίαζαν ιδιαίτερα οι δουλειές του σπιτιού, τώρα που ο βραχνάς της σχολής είχε εκλείψει, αντικαθιστούσε κάθε δουλειά με κάτι άλλο. Το σιδέρωμα με τη βόλτα του Ξαβιέ, το μαγείρεμα με τα μαθήματα τσέλου, το σφουγγάρισμα με τα ισπανικά. Ήταν αναβλητική και ταυτόχρονα αναπτυσσόταν ως άνθρωπος!

Μόλις όμως κατέκτησε την τέχνη της αναβλητικότητας, άρχισε να την επηρεάζει έναν νέο φαινόμενο. Επιθυμούσε διακαώς να αναβάλει αυτές τις δραστηριότητες, που για να κάνει είχε αναβάλει κάποιες αρχικές δραστηριότητες. Δευτερογενή αναβλητικότητα να το πούμε; Υπήρχε καν αυτό σαν φαινόμενο, σαν ορολογία; Μαζί με όλα τα άλλα ανέβαλε και τη ζωή της. Σκέφτηκε ορισμένες φορές να το ψάξει, αλλά πάντα προτιμούσε να κάνει κάτι άλλο όπως να φτιάξε μπισκότα με φουντούκι και κομματάκια σοκολάτας, να γράψει ένα ποίημα, ή να κάνει edit ένα βίντεο. Η πατημένη μπάλα όμως κινδύνευε ξανά να πεταχτεί στην επιφάνεια και αυτό ήταν κάτι που η Χριστίνα δεν θα επέτρεπε ποτέ.

Πειραματίστηκε με διάφορες λύσεις. Η μία ήταν να εισάγει όντως και τρίτη πίστα αναβολής όπως στις εξισώσεις συνέχειας στην υδροδυναμική, ένα από τα μαθήματα που είχε παραδόξως διαβάσει γιατί εκείνην την εβδομάδα είχε αναβάλει να πάει στη χορωδία και κάθισε και μελέτησε τις εξισώσεις Navier Stokes και Euler αντί να διαβάσει μουσική. Από την άλλη αυτή θα μπορούσε ίσως να είναι η λύση στην αγωνία της. Να αναλαμβάνει ταυτόχρονα δύο project. Έτσι θα μπορούσε να χρονοτριβεί στο πρώτο, χαζολογώντας με το δεύτερο και όταν θα βαριόταν το δεύτερο θα μπορούσε να τρώει τον χρόνο της δουλεύοντας πάνω στο πρώτο. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να είναι διπλά παραγωγική μη κάνοντας τίποτα άλλο παρά να κωλοβαράει.


 

Κυριακή 30 Ιουλίου 2023

Η επανάσταση

- Πιάσε εκεί το φορείο, γρήγορα, γρήγορα! Να τον βάλουμε πάνω στο τραπέζι!

    Λαβίδα! Γάζες!


Στο αυτοσχέδιο νοσοκομείο του μετώπου, η κατάσταση ήταν ένας χαρούμενος πολεμικός πανικός. Ο χειρούργος Επίατρος (Ταγματάρχης) Μήτσος είχε μείνει χωρίς νοσοκόμο. Η τελευταία του νοσηλεύτρια, η ανθυπολοχαγός Νατάσα είχε φάει μια αδέσποτη σφαίρα και είχε πεθάνει μπροστά στα μάτια του.

Οι τραυματίες όμως συνέχιζαν να έρχονται ασταμάτητα και ο Μήτσος δεν είχε περιθώρια για σοκ και πένθος.

Ο πρώτος που βρέθηκε μπροστά του ήταν ο Θανάσης, ο καθαριστής που εκείνη την ώρα έβγαινε από την αποθήκη που είχε πάει να αφήσει τον εξοπλισμό της καθαριότητας. Είχε σφουγγαρίσει με τον ίδιο κουβά όλο το νοσοκομείο, από τα – ας τα πούμε – χειρουργεία, και τους θαλάμους, ως τους διαδρόμους.

- Ρε, δεν ακούς τί σου λέω; Γρήγορα, γρήγορα, χάνει πολύ αίμα! Λαβίδα! ΤΩΡΑ!

Ούρλιαζε ο επίατρος.

Ο Θανάσης άπλωσε το χέρι του και έπιασε ένα εξάρτημα πάνω από τον πάγκο στην τύχη. Υπάρχουν καθημερινά στη ζωή μας, εκατοντάδες μικρές αποφάσεις που τις παίρνουμε ασυναίσθητα, χωρίς πολύ σκέψη, και γεγονότα φαινομενικά τυχαία που μπορεί να την καθορίσουν. Ένα λεωφορείο που δεν πρόλαβες και πήρες το επόμενο και έτσι δεν διασταυρώθηκες με κάποιο κομβικό γεγονός που θα σου άλλαζε τον τρόπο σκέψης και θα σου γύριζε την ζωή ανάποδα, όπως αν έψαχνες να βρεις ένα κόκκινο μπλουζάκι με τιράντες σε μια καρέκλα γεμάτη ρούχα.

Όπως φαίνεται αυτό που έπιασε ο Θανάσης ήταν όντως η λαβίδα. Και αυτό όρισε την τύχη του. Έτσι απλά, έγινε ο νέος νοσοκόμος των επειγόντων του πολεμικού νοσοκομείου.

Ο Θανάσης θεωρούσε ότι δεν ήταν γεννημένος για νοσοκόμος. Δεν είχε ούτε την πειθαρχία, ούτε την αφοσίωση που απαιτείται από μια παρα-ιατρική ειδικότητα που έχει να κάνει με ανθρώπινες ζωές. Ήταν για άλλα πράγματα, όπως πχ κηπουρός να κόβει φράχτες και γκαζόν και να φυσσάει τα φύλλα από εδώ και από εκεί με την τεράστια και θορυβώδη φυσούνα του. Ή με την σφουγγαρίστρα του να μαζεύει τις σκόνες από τα πατώματα, ή λαντζιέρης στα μαγειρεία. Τέτοια απλά, μικρά και χωρίς μεγάλο αντίκτυπο στην κοινωνία πράγματα. Εκεί την τοποθετούσε την ευθύνη και την ικανότητά του. Όχι τώρα στο νοσοκομείο να είναι ο βοηθός του γιατρού, ανάμεσα σε ένα σκασμό ιατρικά εργαλεία και με ζωές στο λαιμό του.

Θα μου πεις οι ασθενείς που φτάνανε στο τραπέζι τους ήταν ήδη μισοπεθαμένοι, άλλος τους είχε καταντήσει έτσι, δεν θα ήταν εκείνου η ευθύνη αν ζούσαν, ή αν πέθαιναν. Εκείνος με τη φυσούνα του δεν έπαιρνε ζωές, μόνο αυτιά.

Πώς στο καλό έγινε και ο πρώτος ασθενής που είχε έρθει κομμάτια, βγήκε από το χειρουργείο ζωντανός, ο Θανάσης ούτε που το κατάλαβε! Φαινόταν ότι ο Επίατρος ήξερε πολύ καλά τη δουλειά του, αλλά και ο Θανάσης είτε από καθαρή τύχη, είτε από κρυφό ταλέντο, φαινόταν να πιάνει στην τύχη τα σωστά εργαλεία που ζητούσε ο χειρούργος. Όταν επέζησε και ο δεύτερος και ο τρίτος πετσοκομμένος ασθενής ο Θανάσης άρχισε να παραξενεύεται. Ώρες ήταν να μην καταλάβουν ότι ήταν άσχετος και να τον κρατήσουν εκεί για πάντα να δίνει νυστέρια, βελόνες, ράμματα, να σκουπίζει πληγές και να πετάει ακρωτηριασμένα μέλη.

Καθώς περνούσαν τα περιστατικά, όλα ζωντανά, πλέον ήταν σίγουρος ότι ο χειρούργος είχε καταλάβει την περίπτωση του. Και με μεγάλη του έκπληξη, αντί να τον διώξει να πάει να πλύνει κανένα πιάτο τον κρατούσε εκεί να τον βοηθάει. Πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι ο Θανάσης είχε μια κωλοφαρδία στο να διαλέγει το σωστό μέγεθος ραμμάτων για την κάθε περίπτωση, ήταν ταχύτατος, δεν του έπεφτε ποτέ τίποτα από τα χέρια, μάθαινε γρήγορα και δεν έχανε την ψυχραιμία του.

Την τρίτη πλέον μέρα που τους έφεραν μια πολύ δύσκολη περίπτωση με εκτεταμένα τραύματα στη σπλαχνική χώρα, δεν πετάρισε ούτε το βλέφαρό του, καθώς μπήκε στην αίθουσα του χειρουργείο το φορείο με τον μπόγο από ματωμένες σάρκες που κάποτε ήταν στρατιώτης. Άπλωσε το χέρι του και έπιασε το Βελονοκάτοχo Mayo-Hegar από ανοξείδωτο ατσάλι πριν καν γυρίσει ο επίατρος να ρίξει τα μάτια του στον ασθενή. Είχε αρχίσει να νιώθει κάτι να αλλάζει στον ανώτερό του. Μυστικά, σαν ένας κήπος χωμένος σε ταράτσα της Κυψέλης.

Ζωντανός και αυτός!

Οκ, χαιρόταν που οι άνθρωποι επιζούσαν, εκεί που ο καθένας θα περίμενε να πεθάνουν, αλλά του έλειπε η σφουγγαρίστρα του.

- Θανάση παιδί μου, έχεις μεγάλο ταλέντο!

Του είπε το βράδυ ο Επίατρος, την ώρα του συσσιτίου.

- Εύγε παιδί μου! Δεν ξέρω τί έκανες προηγουμένως στη ζωή σου – δεν με νοιάζει κιόλας – αλλά πλέον μου είσαι απαραίτητος. Θα ζητήσω από τον Στρατηγό να σε διαθέσει για πάντα στο ιατρείο μου!






Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Το δέντρο

 

Στο μπαλκόνι στηριγμένη στον τοίχο της πόρτας κοιτάζω την βροχή. Αν κάπνιζα, θα ήταν η στιγμή που θα ξεφυσούσα αδιάφορα τον καπνό προς τα έξω και θα φαινόταν ακόμα και στη σκιά μου από το φως της κουζίνας που πέφτει στο μπαλκόνι. Η βροχή μαίνεται, πέφτει με δύναμη στα κάγκελα και πετάγεται προς το μέρος μου. Δεν καπνίζω όμως και δεν χρειάζεται να καθίσω άλλο έξω σε στάση ντίβας. Παίρνω τη θλίψη μου μέσα. Αφήνω λίγο ανοιχτό το παράθυρο όμως για να ακούω τις βροντές και όλων των ειδών τις στάλες. Και για να φεύγει εκείνο το βάρος. Ας πούμε…

Θα σβήσω εδώ και το φως, να έτσι!  Τώρα βλέπω το βρεγμένο τσιμέντο στην απέναντι πολυκατοικία και οι σταγονίτσες λάμπουν κρεμασμένες από τα κάγκελα, φωτισμένες από το διάχυτο φως του δρόμου. Ένα φως ανάβει στο μπαλκόνι στον τρίτο, το παντζούρι ανοίγει  και ένας κύριος βγαίνει έξω. Διαπιστώνει ότι βρέχει και τρία δευτερόλεπτα μετά είναι και πάλι μέσα και όλα κλειστά.

Είχαν περάσει τέσσερις μήνες από την διάγνωση, Ca ήπατος και η μάνα μου είχε ήδη κάνει τρεις ανοσοθεραπείες σε μια άλλη χώρα, σε ένα άλλο σύμπαν και εγώ δεν μπορώ να ταξιδέψω μέσα στην πανδημία, δεν μπορώ να τη δώ. Την πηγαίνει κάθε μήνα ο αδερφός μου στο νοσοκομείο, τρεις ώρες διαδικασία. Ένας χρόνος είναι η πρόγνωση. Αλλά εκείνη δεν το ξέρει, εκείνη νομίζει ότι όλα πάνε καλά, δεν έχει πόνους, δεν έχει ενοχλήσεις και οι εξετάσεις αίματος είναι καλές. Στη μαγνητική όμως, τα σημεία που προσλαμβάνουν το σκιαγραφικό λάμπουν σαν πυγολαμπίδες σε χωράφι τον Ιούλιο. Δέκα εστίες. Δέκα χαρούμενες πυγολαμπίδες. Δέκα θανατικές καταδίκες. Ακόμη και αν από μία πάρεις χάρη, κάποια από τις άλλες εννιά θα εκτελεστεί.

Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια, πως παίζαμε επιτραπέζια στη φλοκάτη και όλα ήταν καλά μια απλή κίνηση αρκούσε για να διώξει μακριά τον οποιοδήποτε παιδικό φόβο. Τώρα η αίσθηση της ανημπόριας με παραλύει. Πρώτα ένα κύμα αδρεναλίνης διαστέλλει τις αρτηρίες μου μέχρι τα δάχτυλα και αμέσως μετά με παραλύει ο φόβος. Σαν να περπατάω σε ένα χωράφι αρχές Μαρτίου μουσκεμένο και βαρύ. Η λάσπη κολλάει στα παπούτσια μου και μετά από λίγο δεν μπορώ να κάνω βήμα και ας έχει τριγύρω ανθισμένες μαργαρίτες. Για κάποιους οι μαργαρίτες είναι όμορφες και έχουν αυτή την χαρακτηριστική μυρωδιά του χορταριού δύο εβδομάδες πριν να έρθει η Άνοιξη, αλλά εμένα μου είναι άχρηστες, δεν μπορώ να κουνηθώ. Έχω χάσει την πίστη μου στο μέλλον και στις μαργαρίτες.

Ένας Ρώσος μοναχός σε κάποιο ορθόδοξο μοναστήρι λέει πότιζε κάθε μέρα ένα ξεραμένο δέντρο. Ποτέ δεν άφηνε το ξεραμένο δέντρο απότιστο, ζούσε με την ελπίδα του θαύματος, μέχρι που το ξεραμένο δέντρο άνθισε! Δεν ανθίζουν τα ξεραμένα δέντρα βέβαια, και δεν γίνονται καλά οι καρκινοπαθείς και τα πράγματα πέφτουν προς τα κάτω και ο χρόνος κυλάει πάντοτε μπροστά και εγώ περιφέρω μια ορθολογική ύπαρξη από εδώ και από εκεί σε έναν κόσμο που δεν χωράει κάτι υπερφυσικό, δεν χωράει ένα θαύμα. Το θαύμα που τόσο έχω ανάγκη για να ηρεμήσω και να κοιμηθώ το ξορκίζω από τον κόσμο μου. Οι σκέψεις μου ταλαντώνονται ανάμεσα σε δύο αντίθετα άκρα σαν το εκκρεμές. Την αναπόδραστη ροή των πραγμάτων και την ανάγκη ενός υπερβατικού θαύματος. Νιώθω ότι αν πιστέψω στο θαύμα απεμπολώ την επιστημονικότητά μου, φυσικός είμαι διάολε, τα φυσικά συστήματα εξελίσσονται όπως εξελίσσονται, πάει και τελείωσε και να το πάρω απόφαση.

Πότε η επιστήμη σκότωσε την πίστη μου; Πότε πέθανα τόσο πολύ μέσα μου που δεν αντέχω να διατηρώ στην καρδιά μου ένα μικρό λουλούδι, την ελπίδα για το ανέλπιστο; Και αν ο μοναχός το άνθισε το δέντρο;

Μαλακίες!

Ζούσε με την ελπίδα του θαύματος, μέχρι που το ξεραμένο δέντρο σάπισε.

Αργά και τελετουργικά, φοράω τα αθλητικά μου παπούτσια, την μάσκα μου και κατεβαίνω χωρίς ομπρέλα να πετάξω την ανακύκλωση. Η ώρα είναι δέκα και μισή το βράδυ και οι δρόμοι είναι άδειοι, χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς ανθρώπους, χωρίς όνομα. Όχι επειδή το πιστεύω, αλλά περισσότερο επειδή το φοβάμαι, φοβάμαι ότι αν δεν πιστεύω αρκετά θα τιμωρηθώ, μου έχει γίνει συνήθεια εδώ και τέσσερις μήνες να κατεβάζω κάθε μέρα στις δέκα και μισή την ανακύκλωση, βρέξει χιονίσει. Είναι το καθήκον μου προς την μάνα μου. Σαν και ο όλος ο κόσμος να εξαρτάται από την δική μου καθημερινή δέσμευση. Και αν ο μόνος τρόπος για να την βοηθήσω εδώ που είμαι είναι αυτός? Ίσως αν είμαι κάθε μέρα συνεπής, δεν καθυστερήσω ούτε πέντε λεπτά, η διάγνωση θα αντιστραφεί, θα έρθουν και θα μας πούνε ότι έγινε λάθος, ή ότι η θεραπεία πέτυχε και οι πυγολαμπίδες εξαφανίστηκαν.

Ο μπλέ κάδος έχει γίνει ζήτημα ζωής και θανάτου. Η πόρτα του ασανσέρ έχει μείνει ανοιχτή σε κάποιο όροφο και δεν έρχεται όταν το καλώ. Γούστο θα έχει να χαθούν όλα για την κυρία Άννα που μας έβαλε να αλλάξουμε τα φώτα στην είσοδο γιατί δεν της άρεσε η απόχρωση. Κατεβαίνω τρέχοντας τις σκάλες με τους παλμούς ανεβασμένους. Όντως στον τρίτο είναι σταματημένο το ασανσέρ. Ανοίγω έξαλλη την εξώπορτα και τρέχω στο δρόμο με τις σακούλες να κουνιούνται χωρίς καμία χάρη και συμμετρία.

«Δεν λέει για συμμετρία το τάμα, μην τρελαίνεσαι» φωνάζω στον εαυτό μου «μόνο για ανακύκλωση. Έχεις τριάντα δευτερόλεπτα, θα τα καταφέρεις»

 Πλησιάζω ρίχνω τις συσκευασίες και τα χαρτιά στον κάδο και κοιτάζω το ρολόι, 10.31. Τα έχω καταφέρει, οι πυγολαμπίδες μπορούν να φάνε τη σκόνη μου, το σάπιο δέντρο εκεί που σάπιζε, ξανατονώθηκε. Αύριο όμως να το πιστέψω λίγο περισσότερο πρέπει.






Δευτέρα 7 Μαρτίου 2022

Μια χειμωνιάτικη ιστορία


Είχε πέσει πολύ χιόνι εκείνη τη μέρα. Αφάνταστα πολύ χιόνι και αφάνταστα πολύ μέρα. Δηλαδή για όσους είναι άσχετοι, όχι νύχτα. Αυτό είναι κατά την εκλαϊκευμένη επιστήμη η μέρα. Και καθώς προείπαμε είχε πέσει πολύ χιόνι εκείνη τη μέρα. Η Αλεξάνδρα όμως ξύπνησε νωρίς, σκοτάδια ακόμη, και καθώς δεν μπορούσε να ξέρει το μέλλον, ντύθηκε καλά, έβαλε γάντια και σκούφο, ζέστανε το αυτοκίνητο και ξεκίνησε από το Μαρούσι για το οδοντιατρείο της στο κέντρο.  Επειδή όλοι λέγανε ότι αναμενόταν κακοκαιρία, με χιόνια κιόλας έλεγε η τηλεόραση, ορίστε μια-δύο νιφάδες είχαν ήδη αρχίσει να πέφτουν η Αλεξάνδρα αποφάσισε να πάρει την Αττική οδό για να μην μπλέξει με φανάρια και ανηφόρες και σταμάτα ξεκίνα που ίσως να γλιστρούσε. Να πάει γρήγορα μέχρι την έξοδο και να βγει Καισαριανή και από εκεί να πέσει Χίλτον και μετά κέντρο. Γιατί να ταλαιπωρηθεί? Αττική Οδός, ευκολία!

Μέχρι να φτάσει στην είσοδο της Αττικής Οδού το χιόνι είχε πυκνώσει και ήδη είχε αρχίσει να πιάνει πάνω στο μπροστινό της καπώ. Η ιστορία της Αλεξάνδρας είναι μέρος από αυτό που έχει καταγραφεί από την ιστορία ως κακοκαιρία Ελπίδα.

Με το που μπήκε από το δαχτυλίδι στην Κηφισίας κατευθυνόμενη προς Δουκίσης Πλακεντίας για την έξοδο της περιφερειακής Υμηττού κατάλαβε το λάθος της, αλλά όπως λένε τα κλισέ και η άτιμη η μάνα της, ήταν αργά για δάκρυα. Ή και νωρίς. Εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς. Τα αυτοκίνητα κινούνται με αργές ταχύτητες. Το χιόνι αρχίζει και πυκνώνει – μπάτσοι/γουρούνια/δολοφόνοι – και στο δρόμο έχει ήδη αρχίσει και το στρώνει – τω αυτώ. Σκέφτεται να βγει από την επόμενη έξοδο. Το ίδιο έχουν σκεφτεί πριν από εκείνη και ένα σωρό άλλοι και στην ανηφορίτσα της εξόδου, γλιστρούν και ακινητοποιούνται και έτσι φρακάρει πρώτα η έξοδος και μετά η ίδια η Αττική Οδός.

Το χιόνι το ύπουλο τους έπιασε στο ξύπνιο και τώρα βρέθηκε εγκλωβισμένη στην Αττική Οδό, μέσα στο κρύο, χωρίς νερό και κυρίως χωρίς καφέ! Αφού περίμεναν μαζί με τους γείτονες να σταματήσει το χιόνι, να περάσει κάποιο εκχιονιστικό μηχάνημα, να ανοίξει από κάποιο θαύμα ο δρόμος, ή έστω να κατέβει κάποιος άγγελος θεού να της φέρει έναν καπουτσίνο λάττε διπλό, απελπίστηκε και μετά από περίπου δύο ώρες αποφάσισε να αφήσει το αυτοκίνητό της εκεί στη μέση της Αττικής Οδού και να φύγει.  Άνοιξε το ντουλαπάκι του συνοδηγού και έβγαλε μια καινούργια μωβ μάσκα ffp2 από τη συσκευασία των 20. Με το που πάτησε το πόδι της έξω από το αυτοκίνητο στην κρύα βρωμερή γλίτσα, ένιωσε τις κάλτσες της να βρέχονται. Πού να σκεφτεί να φορέσει αδιάβροχα μποτάκια το πρωί! Τα λάθη έπρεπε να τελειώσουν εδώ. Έπρεπε να υπολογίσει την καλύτερη διαδρομή. Να κατευθυνθεί προς μετρό και να κατέβει στο ιατρείο, ή να πάρει την ανηφόρα και να γυρίσει πίσω στο σπίτι?



Επειδή πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά η αφοσίωση στο καθήκον και στον πόλεμο κατά της τερηδόνας, αποφάσισε να περπατήσει τα 4,2 χιλιόμετρα μέχρι το μετρό στην Δουκίσσης Πλακεντίας και όχι τα 6 προς το σπίτι. Κάθε βήμα της έκανε ένα πλιτς και γλιστρούσε κιόλας, ενώ το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα, πάνω στην κουκούλα της, στη μάσκα και το μπουφάν της. Κάθε βήμα το ένιωθε πιο δύσκολο και από βήμα ανθρώπου στη Σελήνη. Δίπλα της είχε σχηματιστεί μια μικρή φάλαγγα βρεγμένων και ταλαιπωρημένων περιπατητών που όλοι κατευθύνονταν προς την έξοδο, σαν να πηγαίνουν σε ένα ευλαβικό προσκύνημα στο Camino de Santiago.  

Περπατούσε, το ένα πόδι μπροστά από το άλλο. Βήμα το βήμα. Κάποτε, όταν ήταν αθώα της άρεσε το χιόνι. Κάποτε, εκείνο το πρωί, πριν φύγει από το σπίτι της άρεσε το χιόνι. Ήταν τόσο μακρινή αυτή η ανάμνηση.

Στο σταθμό του μετρό γινόταν πατείς με πατώ σε. Κατέβηκε στην αποβάθρα με μεγάλη δυσκολία. Βρεγμένη, κουρασμένη, χωρίς καφέ, με τη μάσκα μουσκεμένη και με τα νεύρα κορδόνια. Και ο επόμενος συρμός άφαντος.

«Κυρία μου, βάλτε τη μάσκα σας» άκουσε από μια κυρία λίγο πιο δίπλα. «Κοίτα ρε κάτι ανεύθυνοι άνθρωποι, θα μας κολλήσουν όλους» μονολόγησε η ίδια κυρία.

Αυτή η παρατήρηση ήταν η νιφάδα που ξεχείλισε το ποτήρι της ψυχραιμίας της Αλεξάνδρας.

Τα πόδια της Αλεξάνδρας που είχαν ήδη κάνει 8.344 συνειδητά βήματα, έκαναν άλλα 5 εντελώς ασυνείδητα και τα χέρια της έπιασαν την κυρία από τα πέτα και την ταρακούνησαν πολύ κοντά στην άκρη της αποβάθρας. Ουρλιάζοντας πίσω από την κόκκινη γραμμή. Ευτυχώς δεν προβλεπόταν να έρθει συρμός.

-          Τί είπες ρε? Τί είπες ρε?

Ασταμάτητα. Χωρίς επιχειρήματα, χωρίς λογική. Χωρίς να νιώθει τα πόδια της, χωρίς να νιώθει τα χέρια της. Χωρίς να καταλαβαίνει ποια είναι η γυναίκα που έχει πιάσει την άλλη και την ταρακουνάει επικίνδυνα κοντά στην άκρη της αποβάθρας σε ένα σταθμό που δεν ερχόταν συρμός.

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2021

Ο μικρόκοσμος




Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένοι στην αμμουδιά και κοιτούσαν τα αστέρια, γύρισε και της μύρισε το λαιμό και της έσκασε ένα πεταχτό φιλί. Ήταν πολύ σκοτεινό εκείνο το βράδυ και ο γαλαξίας επάνω τους φώτιζε την μικρή παραλία με αυτή τη γνωστή λάμψη που ερεθίζει τις υπαρξιακές συζητήσεις. Εκείνη χωρίς να πάρει το βλέμμα της από τον ουρανό, πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν να ετοιμαζόταν να κάνει μια μεγάλη εξομολόγηση.

- Πιστεύεις ότι είμαστε μόνοι στο σύμπαν? Άραγε να υπάρχει και σε άλλους πλανήτες ζωή, ή είμαστε άραγε τα μοναδικά μυρμήγκια στο σύμπαν?

Εκείνος είχε περισσότερο τον νού του στο μεσόσωμά της και τους μεσοθωρακικούς της αδένες και όχι τόσο στα αστέρια και το σύμπαν, αλλά τί να κάνει… Ο δρόμος για τον μίσχο της περνούσε από την φιλοσοφία όπως φαίνεται.

- Κοίτα να δεις. Εγώ πιστεύω ότι ο Θεός δεν μας δημιούργησε τυχαία. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο αυτό το κατασκεύασμα. Ζούμε σε έναν κόσμο γεμάτο μυρμήγκια που έχουμε δημιουργήσει έναν ξακουστό πολιτισμό. Τις μεγάλες πυραμιδωτές μυρμηγκοφωλιές, τους υπόσκαπτους τάφους, τους ναούς από πηλό, την πολιτεία μας κάτω από τα καλάμια. Όλα αυτά είναι μοναδικά. Κανένας άλλος δεν έχει δημιουργήσει τέτοιο πολιτισμό. Οπότε ο Μέγας Μυρμηγκάτωρ που μας δημιούργησε κατ’ εικόνα του, μέσα στην απόλυτη σοφία και αγάπη του δημιούργησε και όλα αυτά τα αστέρια για να μας φωτίζουν και να μας βοηθούν να καταλάβουμε πόσο μικροί είμαστε μπροστά του.

- Δεν πιστεύεις δηλαδή ότι υπάρχουν εξωγήινοι και ότι ίσως να έχουν έρθει να μας επισκεφθούν; Μια φορά ο θείος μου που είχε βγει έξω από τις καλαμιές μου είχε πει ότι είχε δει στο βάθος κάτι φώτα και κάτι πολύ μεγάλα πλάσματα και μας είχε φωνάξει γιατί εκεί κοντά είχε βρει πολλά ψίχουλα.

Όντως κατά καιρούς εμφανίζονταν ανεξήγητη τροφή, την οποία με μεγάλη ανακούφιση όλη η κοινότητα συνέλεγε και αποθήκευε στις φωλιές για τις περιόδους της πείνας. Αλλά αυτό θα μπορούσε ίσως να έχει και άλλη εξήγηση.

- Και γιατί δεν τα έχουν δει και άλλοι;

- Μπορεί και να τα έχουν δει. Ή μπορεί να έχουν καλύτερη τεχνολογία από την δική μας και να μπορούν να κινούνται γρήγορα ή να μπορούν να κρυφτούν.

Το σκέφτηκε λιγάκι. Λίγο απίθανο του φαινόταν να υπάρχουν μεγάλα πλάσματα με φώτα και τεχνολογία που να κινούνται με ταχύτητα χιλίων μυρμηγκιών! Από την άλλη εκείνη φαινόταν πολύ έξυπνη και δεν ήθελε να διαφωνήσει μαζί της, ή να φανεί χαζός.

- Αν υπήρχαν άλλα νοήμονα όντα δεν θα έρχονταν σε επικοινωνία μαζί μας, Γκίτσα μου;

- Θα έρχονταν? Και αν έχουν καλύτερη νοημοσύνη και μας θεωρούν ανάξιους να ασχοληθούν μαζί μας;

- Άντε καλέ! Δεν έχουμε εμείς τα μυρμήγκια φοβερή νοημοσύνη; Τότε γιατί να μας φτιάξει ο Θεός έτσι; Χαζός είναι; Είναι σαν να αμφισβητείς τη δύναμη του Θεού!

Η κουβέντα πάγωσε λιγάκι εκεί. Φαινόταν σαν να έχει επέλθει ένα τέλμα. Μια δυσκολία συνεννόησης, παρά την εμφανή χημεία. Μπορεί από την άλλη η ένταση και να λειτουργούσε ως καταλύτης.

- Δηλαδή ρε Γκάκι σε όλο αυτόν τον απέραντο κόσμο, δεν θα υπάρχει άλλο έμβιο ον με συνείδηση σαν τη δική μας;

- Όχι ρε παιδί μου! Δεν ξέρω… Μπορεί και να υπάρχει. Τί να σου πω…

- Αν δεν υπάρχει, τότε όλο αυτό εκεί πάνω είναι πολύ άδειος χώρος τζάμπα.

- Δηλαδή εγώ εδώ κάτω δεν σου φτάνω?

- Χμμμ..,

είπε εκείνη και επιτέλους γύρισε προς το μέρος του χαμογελώντας, κουνώντας σαγηνευτικά τις δαγκάνες της. Πήρε ο θάρρος ο άλλος και συνέχισε:

- Αν εσύ είσαι όλος μου ο κόσμος και εγώ όλος σου ο κόσμος, τότε όλο αυτό εκεί πάνω είναι ένας χώρος που έχει νόημα. Δηλαδή… αυτό που θέλω να πω είναι πως όταν κουνιούνται οι κεραίες σου, μου χαμογελάει η πλάση, το μέλι γίνεται πιο νόστιμο, ο αέρας πιο ελαφρός και τα αστέρια πιο φωτεινά! Με καταλαβαίνεις;

Αχ ναι! Τον καταλάβαινε λοιπόν.

Και εκείνο το βράδυ, σε εκείνη την σκοτεινή και ενδεχομένως μοναχική παραλία ο Γκάκι και η Γκίτσα ένωσαν τελικά τις δαγκάνες και τις κεραίες και τις υπάρξεις τους κάτω από τα αστέρια.

Όλο το σύμπαν είτε είχε αλλού μυρμήγκια είτε όχι, είχε πλέον γίνει μελωδικότερο και σιωπηλό ταυτόχρονα, ή έστω δεν τους ένοιαζαν οι άλλοι ήχοι, τα άλλα μυρμήγκια και οτιδήποτε γινόταν σε αυτό. Σαν να είχε εξαφανιστεί η υπαρξιακή αγωνία για την μοναξιά της μυγμηγκότητας στην πλάση μόνο και μόνο από την ύπαρξη ενός και μόνο μυρμηγκιού, ανεξαρτήτως άλλων νοημόνων όντων, σαν να τους είχε σκεπάσει ένα πέπλο που τους χώριζε και τους προστάτευε ταυτόχρονα από όλα τα άλλα.

Άπλωσε την πετσέτα της στην παραλία, αυτή την υφαντή από αιγυπτιακό βαμβάκι, την ριγέ θαλασσί και λευκή, που είχε αγοράσει από τους Παξούς σε εκείνη την εκδρομή με το σκάφος που την πέρασε όλη στην πλώρη καθιστή, με τα πόδια κρεμασμένα στα κύματα. Που ήταν σαν να πετάει πάνω από μια σκοτεινή άβυσσο. Αυτή την ανέμελη πετσέτα κουβαλούσε ως φυλαχτό έμπνευσης. Την έστρωσε στην παραλία σκεπάζοντας σαν με πέπλο κάτι μυρμήγκια, και ξάπλωσε κοιτώντας τον ουρανό.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

Τα διόδια

 

Η μελαγχολία της Κυριακής ήταν κάτι που δεν μπορούσε ούτε να χωνέψει, ούτε να παλέψει αλλά και ούτε να συμφιλιωθεί. Μια αναγκαστική συνθήκη, όπως το ξύλο στις πορείες. Ναι, το απόγευμα της Κυριακής ήταν όπως το ξύλο στις πορείες, δεν φταίς, δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να το αποφύγεις, πονάει και όμως, λαχταράς το επόμενο Σαββατοκύριακο σαν αμαρτωλός την αμαρτία και ας έρθει ξανά η πικρή και στυφή Κυριακή βράδυ να σε αφήσει στεγνό και ξυλοφορτωμένο.

Η Δευτέρα 17 Ιουλίου το γλυκοχάραμα τον βρήκε να παρκάρει στο χώρο στάθμευσης των υπαλλήλων της Αττικής Οδού στην έξοδο Χολαργού για να πιάσει δουλειά στα διόδια στις έξι ακριβώς. Μια Δευτέρα όπως τόσες άλλες, έναν Ιούλιο όπως τόσους και τόσους, τριανταεπτά για την ακρίβεια, αλλά εδώ που τα λέμε μπορούσε να ισχυρίζεται ότι έχει ασφαλή επίγνωση των τριανταδύο. Οι προηγούμενοι πέντε επέπλεαν σε μια θολή θάλασσα αμνησίας και αθωότητας. Βεβαίως δεν ήταν και οι τριανταδύο Ιούληδες ίδιοι, αλλά αν στηριζόταν στο μοτίβο των τελευταίων τεσσάρων καλοκαιριών που ήταν μια σαφής κατιούσα σπείρα, μπορούσε να υποστηρίξει με αρκετά μεγάλο περιθώριο ασφάλειας ότι τα πράγματα δεν θα βελτιωνόταν και πολύ στο μέλλον.

Απελπισία είναι μια μετριοπαθής λέξη. Παραλίγο να βάλει τα κλάματα στον οδοντίατρο στο τελευταίο ραντεβού για λόγους που δεν είχαν καμία σχέση με το σφράγισμα, αλλά με την βαρεμάρα της μιας και μοναδικής ζωής του. Δεν είχε πάει διακοπές εδώ και τέσσερα χρόνια, από εκείνο το καλοκαίρι στην Πάτμο που χώρισε με την Ισμήνη. Που πήρε τα τσιγάρα και το πορτοφόλι της και τον άφησε με το δωμάτιο και το αυτοκίνητο και τα πέδιλα και το λευκό της φόρεμα ακουμπισμένο στην καρέκλα. Του πήρε ένα χρόνο να ξεπεράσει την Ισμήνη και τα κατάφερε μεν, αλλά έκτοτε κάθε Ιούλιος ήταν πασπαλισμένος άγχος, ένας αποκρυσταλλωμένος συμβολισμός της φρικτής, προσωπικής του αποτυχίας από την αρχή του μήνα μέχρι τις 16, την επέτειο του παρατημένου φορέματος.

Το πρωί στις 17 ήταν και πάλι ο γνωστός Χάρης, ανακουφισμένος και απελευθερωμένος. Τα δύσκολα είχαν περάσει. Δεν τον πείραζε που δεν θα πήγαινε διακοπές, ήταν ευγνώμων που είχε επιζήσει άλλη μια αποφράδα μέρα. Άλλωστε οι λιγοστοί του φίλοι ήταν σε φάση με μικρά παιδιά και οι διακοπές με μπρατσάκια και ζουζούνια δεν τον ενθουσίαζαν. Παραχωρούσε τον Αύγουστο στους συναδέλφους και ο ίδιος έπαιρνε άδεια τον Σεπτέμβριο και την περνούσε Αθήνα όπου τον περισσότερο καιρό κοιμόταν.

Η βάρδια πέρασε χωρίς απρόοπτα. Τέσσερις πέντε οδηγοί επιχείρησαν να διέλθουν από το αυτόματο ταμείο χωρίς πίστωση στο e-pass, δημιουργώντας μια μικρή ουρά, όσο του κανίς,  ένας διέσχισε κάθετα τις τρείς ουρές, από την άκρη αριστερά, στην άκρη δεξιά που ήταν το ταμείο για τα μετρητά, αλλά πέρα από αυτό δεν έγινε τίποτα ενδιαφέρον.



Τίποτα μέχρι τις δύο παρά δέκα. Δέκα λεπτά πριν σχολάσει. Όταν ένα γκρι τογιότα γιάρις σταμάτησε στο ταμείο του με δύο κοπέλες γύρω στα τριάντα- κάτι μέσα. Πήγαιναν ξεκάθαρα για μπάνιο, στο πίσω κάθισμα φαινόντουσαν τσάντες με πετσέτες, φορούσαν γυαλιά, μύριζε μπαντίντα ντε κόκο, γελούσαν ασταμάτητα και η οδηγός φορούσε ένα λευκό βαμβακερό φόρεμα.

- Μην μου πείτε ότι πάτε και εσείς για μπάνιο? Τους είπε μόλις σταμάτησαν δίπλα στο παράθυρο.

«Για μπάνιο πάμε», απάντησε χαμογελώντας η οδηγός, «μήπως θέλετε να έρθετε;» και του έδωσε ένα δεκάευρω. Η μύτη της ήταν ελαφρώς σηκωμένη, τα χείλη της λεπτά, τα μάτια της δεν φαινόταν πίσω από τα γυαλιά ηλίου.

«Είναι ιδανική μέρα για μια δροσερή βουτιά, φυσικά και θέλω να έρθω» άρχισε να ψάχνει τα ρέστα με δεκάλεπτα και εικοσάλεπτα για να κερδίσει λίγο χρόνο και της ανταπέδωσε το χαμόγελο.

«Τι σας εμποδίζει τότε;» του απάντησε η οδηγός με τεντωμένο το αριστερό της χέρι..

Τι τον εμποδίζει τότε; Το ερώτημα της γελαστής οδηγού αιωρούνταν τόσο πηχτό, σαν νήμα πάνω από το κεφάλι του, που θα μπορούσε να το υφάνει. Όσο συγκέντρωνε τα ρέστα ένα-ένα δεκάλεπτο, τόσο η ουρά των αυτοκινήτων μεγάλωνε, όσο του λαμπραντόρ. Το αριστερό χέρι της οδηγού αιωρούνταν ανοιχτό, σαν σε πρόσκληση. Είχε μπουχτίσει. Όλα ασφαλή, όλα ίδια. Ήταν άραγε η μέρα να κάνει κάτι διαφορετικό, κάτι ανατρεπτικό; Τα δεκάλεπτα τελείωναν. Το ίδιο και ο χρόνος του.

«Ξέρετε κάτι; Τίποτα δεν με εμποδίζει. Μόλις σχόλασα. Αν την εννοείτε την πρόσκληση, θα έρθω ευχαρίστως!». Δύο ευρώ του είχαν μείνει και άνοιξε θριαμβευτικά ένα ακόμα πλαστικό σακουλάκι με κέρματα.

Οι κοπέλες κοιτάχτηκαν για λίγο μεταξύ τους, έκαναν κάποια μη λεκτική συνεννόηση και γέλασαν.

«Η ζωή θέλει τόλμη, ελάτε μόνο από την δεξιά πόρτα», και γύρισε να μαζέψει τις τσάντες από το πίσω κάθισμα για να του κάνει χώρο.

Ο Χάρης της έδωσε και το τελευταίο δίευρω, πήρε τα τσιγάρα και το πορτοφόλι του, άνοιξε μόνιμα την μπάρα, βγήκε τρέχοντας από το κουβούκλιο και χώθηκε στο πίσω κάθισμα του yaris σε ένα πούπουλο από μπατίντα ντε κόκο, που ξεκίνησε αναιδώς για την θάλασσα ακολουθούμενο από το κομβόι των υπόλοιπων αυτοκινήτων της ουράς, που σταμάτησαν τα κορναρίσματα και άρχισαν να περνάνε ξεδιάντροπα τα ανοιχτά διόδια.  


Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

O δρόμος με τις μπλε ακακίες


Το πεζοδρόμιο είχε γεμίσει με μωβ άνθη από την ανθισμένη τζακαράντα, την μπλε ακακία του δρόμου και ο αέρας ήταν τόσο ελαφρύς και μυρωδάτος που καταντούσε παραμυθένιος. Τόσο που η Ελένη ένιωθε ότι είχε τρυπώσει κρυφά σε ταινία. Σε λίγο η πρωταγωνίστρια θα περνούσε χαμογελώντας φορώντας λουλουδάτο φόρεμα και πάνινα παπούτσια και γλύφοντας παγωτό και κάνοντας πως αγνοεί όλο το συνεργείο στο κατόπι της, ενώ η Ελένη θα καθόταν αμέριμνη στο ξύλινο τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο πίνοντας τον καπουτσίνο της από την κούπα με τις νότες εναρμονισμένη με το σκηνικό και τα μώβ λουλούδια που τριγύριζαν ανέμελα στις πλάκες στο ρυθμό μιας ποπ γαλλικής μελωδίας, ο δρόμος με τις ακακίες. Μια από τις σπάνιες στιγμές της ζωής, τις γλυκές, τις απρόσμενες, τις απρόσβλητες. Στιγμή ευτυχίας χωρίς απολύτως κανένα ιδιαίτερο λόγο.



Μια μαμά με ένα τοσοδούλι μωράκι, θα ήταν περίπου 4 μηνών,  πλησίασε και μπήκε στο μαγαζί με τα ρούχα, σηκώνοντας τις μπροστινές ρόδες του καροτσιού να υπερπηδήσουν το μικρό σκαλοπατάκι της εισόδου, λίγο φουριόζα είναι η αλήθεια. Η Ελένη σηκώθηκε να την ακολουθήσει και η φούσκα της απρόσβλητης ευτυχίας έκανε ένα απαλό πάφ και έσπασε, αφήνοντας στα μωβ λουλούδια μια ελάχιστη ποσότητα σαπουνάδας.
Η μαμά πήρε μια ροζ πλεκτή ζακέτα από τις κρεμάστρες και γύρισε προς την Ελένη:

- Τα αλλαχτήρια που είναι;
«Το δοκιμαστήριο είναι στο βάθος αριστερά. Ό,τι θέλετε να σας φέρω μου λέτε», απάντησε η Ελένη. Είχε ακούσει καλά; Αλλαχτήριο;

«Βεβαίως» μουρμούρισε η μαμά καθώς χωνόταν ήδη με το καροτσάκι στο δοκιμαστήριο.
Η ώρα περνούσε, και το καροτσάκι δεν έβγαινε, μόνο κάποιες κραυγούλες έφταναν στο ταμείο που στεκόταν η Ελένη. Αφού είχαν ακουστεί τρια διαφορετικά τραγούδια από την λίστα που είχε προσεκτικά διαλέξει ώστε να κάνει τους πελάτες να νιώθουν όμορφα και να αγοράζουν τα ρούχα σαν ζεστές τυρόπιτες, η Ελένη πλησίασε το βάθος στου μαγαζιού την ώρα ακριβώς που η μαμά έβγαινε σπρώχνοντας το καροτσάκι από ένα μυρωδάτο δοκιμαστήριο. Η ροζ ζακέτα άφαντη. Πίσω του το καροτσάκι άφηνε μια περίεργη κίτρινη γραμμή. Κάτι έσταζε από το δίχτυ.

«Σας ευχαριστώ πολύ, δεν θα την πάρω» είπε η μαμά και κούμπωσε καρφωτή δεύτερη στο καροτσάκι.
«Μισό λεπτό κυρία μου» φώναξε η Ελένη. Να μπει στο δοκιμαστήριο να ψάξει την ζακέτα και να ελέγξει την κατάσταση, ή να ακολουθήσει την κυρία που έσταζε μυστηριώδη υγρά; Έπρεπε να την προλάβει πριν το σκάσει στο υπερηχητικό καροτσάκι.

Την πρόλαβε στο σκαλοπατάκι της εισόδου πιάνοντας το από το χερούλι. Μια υπερβολικά γεμάτη, ξέχειλη πάνα στο δυχτάκι δημιουργούσε στο κεφαλόσκαλο μια μικρή, μυρωδάτη Ψυτάλλεια.
Καταπιέζοντας το αντανακλαστικό να βγάλει τον καπουτσίνο πάνω στο μωρό, γύρισε απελπισμένη στη μαμά εκφράζοντας ικανό πλήθος ρητορικών ερωτήσεων.

«Τι έκανες μέσα στο δοκιμαστήριο; Τι είναι αυτό που στάζει; Δεν ντρέπεσαι λιγάκι;»
Η μαμά φανερά απογοητευμένη που μόλις για λίγο δεν τα κατάφερε να δραπετεύσει, έτσι και είχε περάσει το κατώφλι θα ήταν ελεύθερη να πάει όπου θέλει ακριβώς όπως το περιεχόμενο της πάνας του μωρού, το γύρισε στην απολογία.

«Αχ, σας παρακαλώ συγχωρέστε με! Εδώ η Θεοκτίστη-Δαμασκηνή έκανε λίγη ευκοίλια. Ξέρετε θηλάζω αποκλειστικά και χτες φάγαμε μπρόκολα. Μάλλον το πείραξε το παιδί γιατί από το πρωί τα κακάκια της ήταν κάπως μελάτα. Συνήθως είναι καφετί και αρκετά σφιχτά, ξέρετε έχουν σχήμα και τα κρατάει η πάνα, αλλά σήμερα, δεν ξέρω τι την έπιασε, ανησυχώ ξέρετε μην πάθει καμία αφυδάτωση. Σας έκανα και το αλλαχτήριο χάλια, χίλια συγνώμη, δεν μας έχει ξανασυμβεί. Είναι και μικρό μωράκι, λουλουδάκια είναι τα κακάκια της πάντα. Δεν μυρίζουν άσχημα ποτέ ξέρετε. Και τώρα ελαφριά μυρίζει, θα πάτε μέσα και θα δείτε για τι σας μιλάω, σχεδόν δεν έγινε και τίποτα δηλαδή, μας συγχωρείτε κιόλας, με λίγη χλωρίνη και θα φύγει και από το πάτωμα και από το κάθισμα και από τον τοίχο και από τον καθρέπτη. Πω πω, είμαστε ασυγχώρητες. Άκουσα ήχους από μπουρμπουλήθες και όπως την άνοιξα για να τσεκάρω πετάχτηκε, μωράκι είναι δεν το ελέγχει, μας συγχωρείτε. Ευτυχώς εγώ δεν λερώθηκα, κρατούσα μπροστά μου τη ζακέτα. Ροδόνερο είναι σχεδόν».

Για να συνεχίσει γυρνώντας προς την Θεοκτίστη – Δαμασκηνή.  

«Ποιος γέμισε κακάκια το αλλαχτήριο μωρέ? Η Δαμασκηνούλα μου; Το κοριτσάκι μου το όμορφο; Γελάς βρε σκατούλα; Που κάναμε το μαγαζί της κυρίας χάλια; Χάλια το κάναμε; Ναι; Ζήτα συγνώμη Δαμασκηνή! Χυγνώμη κυλία με τα κόκκινα μαλλιά! Πές το και εσύ! Χεζοβολάει η κούκλα μου και κάνει πρρρρ πρρρ; Πώς κάνει εμένα το κορίτσι μου; Πρρρρρ! Τώρα θα πάμε σπίτι να σε κάνω μπάνιο μωρέ, να πλύνουμε το κωλαρίνι να φύγουν τα κακά, να φύγουν!»

«Ωχ ωχ, πάλι τρέχει η πάνα σου μέσα στο καροτσάκι. Έλα να σε σηκώσει η μαμά, ας στάξει κάτω, πάτωμα είναι, καθαρίζεται. Αχ, συγνώμη κυρία μου, χίλια συγνώμη όμως, τι είναι αυτό που πάθαμε; Τι να το κάνω το παιδί, ε; Καταλαβαίνετε πιστεύω! Χάλια αισθάνομαι, πολύ χάλια!  Λέτε να θέλει το παιδί νοσοκομείο; Θα πάρω πρώτα την παιδίατρο καλύτερα».
Να ήταν το ξάφνιασμα; Να ήταν η αηδία; Να ήταν η λιμνούλα που όσο περνούσε η ώρα μεγάλωνε; Η Ελένη άφησε το καροτσάκι και έβαλε το χέρι της στο στόμα για να αποτρέψει τον απείθαρχο καπουτσίνο να εξέλθει. Δεν περίμενε μεγαλύτερη ευκαιρία η μαμά της Θεοκτίστης – Δαμασκηνής. Έσπρωξε το καρότσι με το ζέον μωρό και απομακρύνθηκε όσο το δυνατόν γρηγορότερα, γλιστρώντας πάνω στις σαπουνόφουσκες της γαλήνης και της ευτυχίας της οδού με τις μπλε τζακαράντες.



   

Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

Προσφυγικό

Μια θλίψη και ένα πένθος με πλακώνει απόψε. Μπορεί και κάποτε να νόμιζα πως ήμουν χριστιανή. Να έλεγα πως είμαι, να πίστευα πως είμαι. Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από το κεφάλι μιας βελόνας από το να ξεχωρίσει χριστιανός την διαφορά ανάμεσα στην αυταπάτη και την πραγματικότητα.
Βαθιά μέσα μου ίσως πίστευα ότι το καλό θα νικήσει στο τέλος. Ότι η αλληλεγγύη, η αγάπη, το συναίσθημα είναι πάνω από τα φράγκα και τα κέρδη και το μίσος. Και αν γινόταν και στο όνομα του Ιησού Χριστού που ήταν τόσο λαμπρό παράδειγμα κατά τας γραφάς, δεν χάλασε και ο κόσμος. «ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3.27) Αν είναι κάποιοι να είναι καλοί από θρησκευτικό καθήκον και κάποιοι από ιδεολογία δεν κάνει διαφορά. Σημασία έχει να νικήσει η αγάπη. Έτσι δεν είναι;
Ακούστηκε ότι βάζουν μπροστά τα παιδιά τους για να τους λυπηθούμε. Και ήρθε η βάρκα που ξεχύλισε το ποτήρι. Φτωχοί και αδύναμοι άνθρωποι να βρίζουν πιο φτωχούς και πιο αδύναμους, λόγια χυδαία σε μια έγκυο γυναίκα. Αν ήμουν χριστιανή θα έλεγα ότι η Παναγία προστατεύει όλες τις γυναίκες με τα μωρά. Αυτοί που είναι χριστιανοί δεν το λένε. Γιατί να το πω εγώ?
Έχεις ανθρώπους κυνηγημένους από πολέμους και από φτώχια. «ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με» (Ματθ. 25.35-36). Και γυρίζω τριγύρω το βλέμμα όλο ελπίδα, γιατί είναι τόσο σαφές διάολε, δεν μπορεί όλοι οι χριστιανοί το ξέρουν αυτό. Αυτοί που είναι χριστιανοί δεν το λένε. Γιατί να το πω εγώ;
«οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ·»(Γαλ. 3.28). Αυτοί που είναι χριστιανοί δεν το λένε. Γιατί να το πω εγώ;
Μην ψάχνετε τις βάρκες να βρείτε αυτούς που καταργούν την πίστη σας. Εσείς την καταργήσατε.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Mπακλαβάς


 Κάθομαι στην παλιά ντιβανοκασέλα στην κουζίνα της μάνας μου και τρώω ένα κομμάτι μπακλαβά. Το πρώτο φύλλο πάνω πάνω τραγανό, τρυπημένο με ένα ολόκληρο αμύγδαλο, στεγνό και ροδοψημένο δίνει την πρώτη γεύση, σαν ένα φιλί στα δεκατρία. Και από κάτω ένα ένα τα φυλλαράκια κρούστας, λεπτά σαν τσιγαρόχαρτο, άσπρα παραγεμισμένα ψιλοκομμένο αμύγδαλο να μοσκοβολάνε φρέσκο βούτυρο. Δεν ξέρω πως τα καταφέρνει να τον ψήνει έτσι τον μπακλαβά η μάνα μου και να της ροδίζει μόνο το πάνω φύλλο και λίγο τα τελευταία και όλο το ενδιάμεσο να είναι άσπρο και τραγανό σαν καλοκαιρινή σταφίδα. Τον ξεφλουδίζω σαν να σηκώνω ολοένα κάποιο νέο μυστικό πέπλο. Τι ευωδιά! Κάθε στρώση είναι μια καινούργια υπόσχεση μιας απόλαυσης που συνεχώς οικοδομείται. Τα φύλλα προς τα κάτω έχουν περισσότερο σιρόπι και αυτό που ξεκίνησε τραγανό και αθώο, γεμίζει όγκο και γίνεται όλο και πιο απολαυστικό. Όσο τρώω, τόσο θέλω περισσότερο. Και τελειώνοντας το κομμάτι μου είμαι απόλυτα ικανοποιημένη αλλά και δεν μου έχει φτάσει ταυτόχρονα. Το απόλυτο bliss point. Τον θέλω πάλι, τον θέλω τώρα και ας ξέρω ότι δεν πρέπει. Είμαι ευγνώμων για την υπέροχη εμπειρία, το απόλαυσα όπως ακριβώς το περίμενα ίσως και λίγο περισσότερο και τώρα θα πρέπει να σταθώ ανεξάρτητη στα δικά μου πόδια ως αυτεξούσιο ανθρώπινο ον που δεν έχει ανάγκη κανέναν μπακλαβά. Και όμως…






Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Όλου του κόσμου οι Κυριακές


Πέρασα αυτή την ζεστή Κυριακή σε μια ειδυλλιακή και απενοχοποιημένη απραξία στην παρηγορητική δροσιά του αθόρυβου κλιματισμού, διαβάζοντας στο κρεβάτι με τα πατζούρια μισοκατεβασμένα μέχρι που πόνεσε το κεφάλι μου από το μαξιλάρι και τη βαρεμάρα.  Και πόνεσε και λιγάκι από τις περιγραφές του βιβλίου και από τις αιρετικές μου σκέψεις και την ανυπομονησία μου να κανονίσω διακοπές και όπου φύγει φύγει.

Μπορεί να φαίνομαι άνθρωπος με τετράγωνη λογική και διώκω λυσσασμένα τις αυταπάτες, αλλά σήμερα ήρθα αντιμέτωπη με μια οδυνηρή αλήθεια. Τη θέλω και εγώ την παπάτζα μου, το παραμύθι μου, το ειδυλλιακό το σκηνικό μου. Και ποιος είναι καλύτερος μου πουλήσει παπάτζα από τον εαυτό μου, που εκτός απ’ το ότι ξέρει όλες  τις προτιμήσεις μου, και έχει και τις καλύτερες προθέσεις; Κανείς! Αγόρασα και εγώ άφοβα.

Έφτιαξα σκηνικό βγαλμένο από το pinterest, στήνοντας το τραπέζι και τον υπολογιστή μπροστά στο παράθυρο που βλέπει το πεύκο και το βουνό, με τη λευκή βαμβακερή κουρτίνα να μου ακουμπάει απαλά το χέρι και να ξυπνάει μνήμες απλωμένης μπουγάδας και λουλακιού, φόρεσα ένα άσπρο, βαμβακερό φόρεμα και ψεκάστηκα ενθουσιωδώς με το άρωμά μου, έφτιαξα μια φρέσκια λεμονάδα με μπόλικο πάγο, δυόσμο, τζίντζερ και λίγο πιπέρι καγιέν για την πουτανιά και ευχαριστημένη από τον εαυτό μου κάθισα να δουλέψω.





Η παπάτζα φαίνεται να πέτυχε και η παραγωγή ήτο ικανοποιητική αν εξαιρέσεις τη στιγμή που η καρέκλα του γραφείου μπερδεύτηκε στην κουρτίνα που σέρνεται ελαφρώς στο πάτωμα και παραλίγο να μου έρθει το κουρτινόξυλο στο κεφάλι και μια – δύο φορές που το κλιματιστικό με έφτυσε, εμένα,  τα μαλλιά μου και τα αντικείμενα πάνω στο τραπεζάκι εκβιάζοντας με να αφήσω την λεμονάδα μου μισή. Δεν έχει σημασία, εγώ το έζησα!

Και καθώς πια κάθομαι στη βεράντα, ενώ στο βάθος ακούγονται κάποιοι γείτονες να τσακώνονται,  είναι μια από τις ελάχιστες Κυριακές βράδυ στη ζωή μου που δεν αισθάνομαι την αποτυχημένη μελαγχολία των ανέφικτων προσδοκιών του Σαββατοκύριακου, όχι γιατί έκανα κάτι, αλλά γιατί ακριβώς δεν έκανα τίποτα και το έκανα όπως ακριβώς το ήθελα.



Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Εγώ

Δεν είμαι μια μαυροφορεμένη που κλαίει
Δεν είμαι ένας αναποφάσιστος ταξιδιώτης στη διασταύρωση
Δεν είμαι ένα πουλί που κοιτάζει μια σκάλα. Μια σκάλα που πάει ψηλά, αλλά δεν την κάνω τίποτα
Δεν είμαι ένας πολεμιστής που κερδίζει κάθε μάχη

Είμαι μια σταγόνα δροσιάς πάνω στο πράσινο φύλλο
Είμαι μια καρδερίνα που κελαϊδάει το ξημέρωμα
Ένα φούξια λουλούδι που ανοιγμένο λούζεται στον ήλιο
Είμαι μια νιφάδα χιόνι σε ένα ψηλό βουνό
Μια πεταλούδα που πετάει στον αγρό. Ένα δέντρο στη βροχή.
Ένα βιβλίο σε μια στοίβα
Ένας κόκκος σκόνης στη λιακάδα



ένα μανιφέστο γεννεθλίων

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Η ζυγαριά του Planck


Η Ηλιάνα ξύπνησε ιδρωμένη. Στον ύπνο της έβλεπε, αφράτες τυρόπιτες και πάστες αμυγδάλου με μυρωδάτο παντεσπάνι και χοντροκομμένα αμύγδαλα και βυσσινάδα και διάφορες νοστιμιές και μπινελίκια. Περπατούσε σε έναν διάδρομο λέει και άνοιξε μια πόρτα και βρέθηκε σε ένα δωμάτιο που μέσα δεν είχε τίποτα, και μόνο σε έναν τοίχο είχε ένα πλατύ άνοιγμα καταρράκτη, σαν τις ντιζαϊνάτες βρύσες που συναντά κανείς σε ψαγμένα εστιατόρια, μόνο που αντί για νερό ανάβλυζαν δρακουλίνια, που κυλούσαν και έπεφταν ασταμάτητα σαν το νερό στον τσίγκο. Και εκείνη, σαν να είχαν όλες τις οι επιθυμίες πραγματοποιηθεί από ένα αόρατο τζίνι-υποσυνείδητο έπεσε με λαχτάρα στη δρακουλινόβρυση και έτρωγε ασταμάτητα και αβάδιστα τα εξ’ αυτής εξαχθέντα, απόλαυση! Βουλιμία, αλλά απόλαυση σε ένα επίπεδο εσωτερικό και πυρηνικό. Και μόνο όταν καθησύχασε κάπως την υπαρξιακή της δίψα, τότε ένιωσε πια σωματική δίψα. Ε, μετά από τόσα λιπαρά, πάπρικα και αλάτι, γκαγκάνιασε η γυναίκα. Έριξε το βλέμμα της τριγύρω ψάχνοντας για πραγματική βρύση, που το τζίνι-υποσυνείδητο είχε επιμελώς αποκρύψει. Δίψα, δίψα, ώχ αμάν, πάει η δίαιτα!

Σε αυτό το σημείο ο φακός ενός σκηνοθέτη θα έκανε πλάνο τα μάτια της Ηλιάνας που είναι φυσικά η πρωταγωνίστριά μας, να ανοίγουν τρομαγμένα, και ακούγεται μια κοφτή ανάσα και το κοινό θα την έβλεπε να πετάγεται ιδρωμένη από το κρεβάτι της. Το φως μπαίνει από τα παράθυρα εκτυφλωτικό πάνω στα λευκά σεντόνια. Επίτηδες διαλέγει λευκά είδη, για να έχει εντονότερη την αίσθηση τα αφύπνισης. Καμιά φορά φαντάζεται ότι πρωταγωνιστεί σε ταινία και τότε η ζωή της μοιάζει να έχει περισσότερο ενδιαφέρον, τη βλέπει το κοινό, οφείλει να είναι η ίδια ενδιαφέρουσα. Ποιος είναι ενδιαφέρων; Είναι τόσο τρομαγμένη όμως με την τσαλαπατημένη δίαιτα, που ακόμα και χωρίς σκηνοθέτη σηκώνεται όρθια, φοράει τη ρόμπα της και τρέχει για τη ζυγαριά, με επαρκώς δραματικό τρόπο. Το στόμα της είναι κολλημένο, να φταίνε τα δρακουλίνια; Και μια ηλίθια επιτροπή επιστημόνων αποφάσισε ότι πλέον τη μάζα μας δεν θα την μετράμε σε κιλά, αλλά βάση με τη σταθερά του Πλανκ. Πόσες σταθερές του Πλανκ πήρα άραγε από την τελευταία κραιπάλη;




Η ζυγαριά την καθησυχάζει. Οι σταθερές του Πλανκ μπορούν να πάνε να γαμηθούν. Το τζιν της είναι εκεί, εφαρμοστό και υπέροχο, έτοιμο για το απογευματινό ραντεβού με τον Θανάση. Γνωρίστηκαν το καλοκαίρι σε μια κοινή παρέα, είχαν διαφορετική άποψη για τον Βαρουφάκη. Συζήτησαν, επιχειρηματολόγησαν, διαφώνησαν με πάθος, και ο έρωτάς τους άφρισε σαν το λυσσασμένο σκλί. Καλή και η ρητορεία και τα επιχειρήματα, δεν λέω, αλλά και η εμφάνιση παίζει ρόλο, εδώ κοτζάμ Κέιτ Μίντλετον έριξε τον πρίγκηπα Γουίλιαμ με ένα σίθρου φόρεμα, η Αυτής Υψηλότης, η τσουλάρα. Όπως αποδείχτηκε περίτρανα το κορμί το κοιτάει μέχρι και ο πρίγκηπας, καλός μπουμπούκι και αυτός -  δεν θα το κοιτάει ο Θανάσης; Μέχρι πού να σε φτάσει και ο Βαρουφάκης;

Πάνε τα τοστάκια το πρωί, οι τυρόπιτες και οι βάφλες. Τώρα βρώμη με άπαχο γάλα, γιαουρτάκια, σαλάτες, και να μετράει τα μικροθρεπτικά και τα μακροθρεπτικά συστατικά των τροφών. Ένα σιταρένιο παξιμάδι τύπου Κυθήρων έχει 136 θερμίδες, όσο και το χρέος της Ελλάδας σε δισεκατομμύρια ευρώ το 2012. Το πέταξε γεμάτο όλο το σακούλι, μόνο δύο παξιμάδια έλλειπαν. Αλλά αφού δεν μπορούσε να τα φάει, τι να τα κάνει; Να τα βάλει στον κώλο της; Από τεχνικής απόψεως εκεί θα πήγαιναν αν όντως τα έτρωγε. Μαύρη πείνα! Ο Βαρουφάκης και ο Θανάσης ήθελαν θυσίες και ρίσκα. Οπότε δίαιτα και τρέχουμε τώρα. Μόνο που εδώ ήταν το προκεχωρημένο όριό της. Δεν έτρεχε. Δεν μπορούσε να τρέξει ούτε εκατό μέτρα. Λαχάνιαζε και έβηχε σαν φυματική σε μυθιστόρημα του αγγλικού ρομαντισμού.

Έβαλε λέει μια γκρι βαμβακερή φόρμα, κάτι μωβ αθλητικά παπούτσια τρεξίματος, με υπέροχα ροζ κορδόνια και βγήκε, θού κύριε, για τρέξιμο. Και έξω από το σπίτι ήταν μια ανηφόρα και ξεκίνησε να τρέχει και να τρέχει και να κολλάνε τα πόδια της στην άσφαλτο, και όσο προσπαθεί να σπρώξει για να ξεκολλήσει, τόσο να μη μπορεί. Και η ανηφόρα να γίνεται όλο και πιο απότομη και να φοβάται ότι θα πέσει προς τα πίσω.

Μια κοφτή ανάσα και άνοιγμα των ματιών με αγωνία!  Έξω έχει σκοτάδι. Οι λάμπες των δρόμων ανάβουν σιγά σιγά, ή μήπως σβήνουν;. Μέσα στο σπίτι κάνει ψύχρα. Γιατί δεν έχει ανάψει ακόμα το καλοριφέρ; Πόση ώρα κοιμήθηκε; Ήταν αυτός ο βαθύς ύπνος που χάνεις την αίσθηση ακόμα και της ύπαρξής σου και που μοιάζει με θάνατο. Της είπε ο γιατρός ότι η Φθινοπωρινή κόπωση δεν είναι κάτι ανησυχητικό, αλλά να κάνει εξετάσεις αίματος, να αρχίσει να κοιμάται το μεσημέρι και να προσέχει τη διατροφή της για παν ενδεχόμενο. Το στόμα της είναι ξερό και πεινάει και δεν έχει ιδέα αν η μέρα της ξεκινάει, ή μόλις τελείωσε.